σπουργίτης

σπουργίτης
Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό χαρακτήρα τους και την ομαδική τους ζωή. Το σ. το κατοικίδιο faasser domesticus), ο γνωστός μας σπουργίτης, έχει μήκος 15 περίπου εκ., μέσο άνοιγμα των δύο μεγάλων φτερών 25 εκ. και βάρος γύρω στα 30 γρ. Το φτέρωμά του διαφέρει σε χρώμα, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Ένα είδος, το ιταλικό (passer Italiae), που μερικοί ορνιθολόγοι το θεωρούν υποείδος του προηγούμενου, είναι τυπικό της ιταλικής χερσονήσου: το αρσενικό, που έχει καστανό κεφάλι με λευκό χρώμα στα πλάγια και από μια λουρίδα μεταξύ ράμφους και ματιών. Το ισπανικό (passer hispaniolensis), αναγνωρίζεται απ’ το μαύρο χρώμα της ράχης του στήθους και σημαντικού μέρους των πλευρών, είναι διαδομένο στην Ιβηρική χερσόνησο, στην βόρεια Αφρική, στα νησιά της Μεσογείου και στη Μικρά Ασία. Το ορεινό fyasser montanus) είναι λίγο μικρότερο από τα προηγούμενα και έχει σχήμα πιο λεπτό. Ζει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, μακριά από κατοικημένα μέρη. Ένα άλλο είδος, ο αγριοσπουργίτης petronia petronia), που διακρίνεται από μια κίτρινη κηλίδα στο λαιμό και από μια λευκή στην άκρη κάθε ουραίου φτερού, είναι διαδομένο στη νότια και ανατολική Ευρώπη και στη δυτική Ασία, όπου συχνάζει στις άγονες λοφώδεις και ορεινές ζώνες. Ένα αφρικανικό είδος είναι ο φιλέταιρος (philetairus socins), με σκούρο καστανό φτέρωμα και ανοιχτότερες τις άκρες των φτερών. Ένα παρόμοιο στρουθιόμορφο είναι και η μοντίκολα η ερημίτισσα (monticola solitarius), που ανήκει στην οικογένεια των Τουρδιδών από τον Απρίλιο ως το Σεπτέμβριο ζει στη νότια Ευρώπη και στην κεντρική και δυτική Ασία, απ’ όπου το φθινόπωρο μεταναστεύει για να διαχειμάσει σε νοτιότερες περιοχές. Το στρουθιόμορφο αυτό, που θεωρείται ωδικό πτηνό, αποφεύγει τη συμβίωση με άλλα πτηνά, γι’ αυτό και ονομάστηκε «ερημίτισσα». Σπουργίτης: Passer Solitarius. Σπουργίτης των ορεινών περιοχών της Ευρώπης. Οι σπουργίτες είναι το πιο γνωστό πουλί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τύπος σπουργίτη που ζει στην Ευρώπη. Όλοι οι σπουργίτες είναι παμφάγοι. Ασιατικός σπουργίτης. Σπουργίτης: Passer domesticus.
* * *
ο, και σπουργίτι, το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία καθενός από τα μικρά στρουθιόμορφα πτηνά τής οικογένειας πλοκεΐδες, από τα είδη τών οποίων φωλιάζουν στην Ελλάδα τα Passer domesticus, κν. σπιτοσπουργίτης, Passer montanus, κν. χωραφοσπουργίτης, Passer hispaniolensis, κν. δεντροσπουργίτης, Petronia petronia, κν. πετροσπουργίτης, Μontifringilla nivalis, κν. χιονόστρουθος
2. μτφ. α) αυτός που παραμένει στον τόπο του συνεχώς
β) (για άνδρα) ερωτιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυργίτης* «είδος πτηνού, σπουργίτης» (< πύργος + επίθημα -ίτης) με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος) και τροπή τού -υ- σε -ου- κατά την αρχαία προφορά τού -υ- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπουργίτης — σπουργίτης, ο και σπουργίτι, το είδος μικρού πουλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπουργίτης, Αναστάσιος — Οικονομολόγος (1866 1942). Σπούδασε διαδοχικά στη Χαϊδελβέργη, τη Λιψία και το Μόναχο. Όταν γύρισε στην Ελλάδα τοποθετήθηκε στην Τράπεζα Αθηνών και ως το 1916 διατέλεσε διευθυντής. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Τράπεζας Εθνικής Οικονομίας και… …   Dictionary of Greek

  • πάσσερ — ο ζωολ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. passer < λατ. passer, eris «στρουθός, σπουργίτης»] …   Dictionary of Greek

  • αίγιθος — Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων. Ζουν στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που βρίσκονται στην τροπική ζώνη. Είναι μικρά σε μέγεθος, έως 1,5 εκ., και έχουν μαύρο και, πολύ συχνά, σκούρο μπλε χρώμα. Οι α. πολλαπλασιάζονται …   Dictionary of Greek

  • ατσάραντος — ο ο σπουργίτης, ο φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • βαροπούλι — το ο σπουργίτης …   Dictionary of Greek

  • καίφος — καῑφος, ὁ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού κέπφος*) σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέπφος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαθρίτης — ο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάλαθρο, κατά τις ονομ. πτηνών σε –ίτης (πρβλ. σπουργίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πετροσπουργίτης — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”